λεχώνα

λεχώνα
η (Α λεχώ, -οῦς και λεκχώ)
η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών τού λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών - τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ < λέχος + επίθημα -ώ, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (πρβλ. μορμ-ώ, μορφ-ώ)
ο τ. λεκχώ απαντά σε επιγραφή στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-κχ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεχώνα — η η γυναίκα που γέννησε πρόσφατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… …   Dictionary of Greek

  • λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… …   Dictionary of Greek

  • αγνισμός — Συμβολικός καθαρισμός της ψυχής. Στην αρχαιότητα, όποιος ήθελε να κάνει θυσία ή να μπει σε ναό για προσευχή, έπρεπε προηγουμένως να καθαρίσει το σώμα του. Ο καθαρισμός γινόταν με ειδικά δοχεία που υπήρχαν στην είσοδο των ναών. Αυτός που έμπαινε… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοχωρώ — ( άω) (κυρίως για λεχώνα) έχω κωλικούς λόγω ψύξης …   Dictionary of Greek

  • αποσαραντίζω — (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα μέρες μετά τον τοκετό …   Dictionary of Greek

  • ασαράντιστος — η, ο και ασαράντιγος, η, ο αυτός που δεν έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες (για λεχώνα που δεν συμπλήρωσε ακόμη σαράντα μέρες από την ημέρα του τοκετού, για βρέφος από την ημέρα της γέννησης του είτε για νεκρό από την ημέρα του θανάτου του) …   Dictionary of Greek

  • γαλατόχαντρα — η τρυπημένη χάντρα που τη φοράει στον λαιμό η λεχώνα για να έχει άφθονο γάλα …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντίζω — [δεκαπέντε] συμπληρώνω περίοδο δεκαπέντε ημερών («δεκαπεντίζει η λεχώνα») …   Dictionary of Greek

  • εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”